Μια σημαντική καινοτομία για την αποκατάσταση της μνήμης σε άτομα που πάσχουν από εγκεφαλικές διαταραχές
δοκιμάζεται αυτόν τον καιρό από επιστήμονες στις ΗΠΑ, κάνοντας την επιστημονική φαντασία πραγματικότητα. Ερευνητές του πανεπιστημίου της Ν. Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες ανέπτυξαν ένα εμφύτευμα που τοποθετείται στον εγκέφαλο και τον «διδάσκει» να θυμάται ξανά και να επαναφέρει τις αναμνήσεις!
Το εμφύτευμα αποτελείται από δύο ξεχωριστά σετ ηλεκτροδίων: το ένα καταγράφει τις αναμνήσεις που σχηματίζονται προτού τα εγκεφαλικά σήματα σταλούν σε υπολογιστή που μαθηματικά μετατρέπει τη διαδικασία σε μακροπρόθεσμη μνήμη, ενώ το δεύτερο καθοδηγείται από τον υπολογιστή, έτσι ώστε να ενεργοποιήσει άλλο ένα τμήμα του ιππόκαμπου να παράγει την ίδια ανάμνηση.
Συγκεκριμένα, το νέο εμφύτευμα χρησιμοποιείται από τον ιππόκαμπο και ειδικότερα από την περιοχή στην οποία η βραχυπρόθεσμη μνήμη γίνεται μακροπρόθεσμη και λειτουργεί παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζεται κάθε ανάμνηση στο ένα τμήμα του εγκεφάλου. Στη συνέχεια ενεργοποιεί ένα άλλο τμήμα του ιππόκαμπου όπου βρίσκεται η «αλληλουχία των αναμνήσεων», προκειμένου να αναπαράγει τη διαδικασία.
Το εμφύτευμα έχει ήδη χαρακτηριστεί μία από τις δέκα κορυφαίες επιστημονικές καινοτομίες του 2013.
Οπως αναφέρεται στην επιστημονική έκθεση, οι επιστήμονες κατάφεραν να αναπτύξουν το εμφύτευμα έπειτα από έρευνες για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι αναμνήσεις και ήδη βρίσκονται στα πρώτα στάδια των κλινικών δοκιμών, που πραγματοποιούνται με τη συμμετοχή 15 εθελοντών.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, το εμφύτευμα δεν αποκλείεται επίσης να προειδοποιεί για επερχόμενες επιληπτικές κρίσεις, αφού παρακολουθεί την ηλεκτρική δραστηριότητα που πραγματοποιείται στον εγκέφαλο, δείχνοντας αν ο ασθενής διατρέχει μικρό ή μεγάλο κίνδυνο.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το νέο εμφύτευμα θα είναι διαθέσιμο ίσως και σε πέντε χρόνια, ενώ οι πρώτοι ασθενείς που θα ωφεληθούν σημαντικά από αυτό θα είναι μάλλον οι επιληπτικοί και όσοι έχουν προσβληθεί από Αλτσχάιμερ και άλλα είδη άνοιας.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Lancet Neurology.
Αλεξάνδρα Χυδηριώτη